- θεματογραφώ
- (ε) αμετ.1) составлять вопросы, темы (для сочинения, экзаменов и т. п.); 2) писать сочинение или упражнение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεματογραφώ — (Μ θεματογραφῶ, έω) [θεματογράφος] 1. γράφω θέματα, γυμνάσματα νεοελλ. 2. ασκούμαι στη γραπτή έκθεση ιδεών 3. ειρων. γράφω επιτηδευμένα ή άτεχνα κείμενα … Dictionary of Greek
θεματογραφώ — ησα, ασκούμαι στη θεματογραφία, είμαι θεματογράφος (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεματογραφία — η 1. η ενέργεια τού θεματογραφώ, το να γράφει κάποιος θέματα 2. η άσκηση, το γύμνασμα με θέματα 3. βιβλίο που περιέχει θέματα για εξάσκηση («λατινική θεματογραφία») 4. ειρων. επιτηδευμένο άρθρο ή πραγματεία για γλωσσική επίδειξη ή απλοϊκό και… … Dictionary of Greek